συμφθέγγεται

συμφθέγγεται
συμφθέγγομαι
sound with
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμφθέγγομαι — Α 1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.) 2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι 3. μτφ. συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”